- ὑποχθόνια
- ὑποχθόνιοςunder the earthneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑποχθονίαν — ὑποχθονίᾱν , ὑποχθόνιος under the earth fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχθόνιος — α, ο / ὑποχθόνιος, ίη, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. υπόγειος («υποχθόνια κοιλώματα») 2. μτφ. α) ύπουλος, δόλιος («υποχθόνιος άνθρωπος») β) μυστικός, σκοτεινός («υποχθόνιες δυνάμεις») αρχ. 1. (για τους θεούς τού Άδη) αυτός που βρίσκεται στον Κάτω Κόσμο («τοὶ … Dictionary of Greek
βρυχιέμαι — (AM βρυχῶμαι, άομαι) 1. (κυρίως για λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα) μουγκρίζω, κραυγάζω άγρια 2. ουρλιάζω από πόνο ή οργή 3. θρηνώ, κλαίω γοερά 4. (για τη θάλασσα ή τον άνεμο) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο μσν. νεοελλ. βουίζω υποχθόνια. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για … Dictionary of Greek
Βαλχάλα — I (Walhalla). Οικοδομή δωρικού ρυθμού, κατά το πρότυπο του Παρθενώνα. Βρίσκεται στη βαυαρική πόλη Ρέγκενστμπουργκ, στις όχθες του Δούναβη, επάνω σε λόφο ύψους 98 μ. Πρόκειται για μαυσωλείο που χτίστηκε έπειτα από εντολή του Λουδοβίκου Α’ της… … Dictionary of Greek